παραθετικά
θετικός positively
συγκριτικός more positively
υπερθετικός most positively

  Ετυμολογία

επεξεργασία
positively < positive + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

positively (en)

  1. θετικά, με τρόπο που δείχνει ότι σκέφτεται τα καλά πράγματα μιας κατάστασης, όχι τα άσχημα
    ⮡  He responded positively to the affection we showed him.
    Αντέδρασε θετικά στην αγάπη που του δείξαμε.
  2. θετικά, με τρόπο που δείχνει ότι εγκρίνει ή συμφωνεί με κάτι ή κάποιον
    ⮡  The panel regarded his work positively.
    Η κριτική επιτροπή αντιμετώπισε το έργο του θετικά.
  3. θετικά, με τρόπο που δεν αφήνει καμία αμφιβολία
    ⮡  I can’t tell you positively what happened.
    Δεν μπορώ να σου πω θετικά τι συνέβη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη definitely
  4. θετικά, με τρόπο που περιέχει ή παράγει το είδος του ηλεκτρισμού που είναι αντίθετο από αυτό που μεταφέρεται από ένα ηλεκτρόνιο
    ⮡  a positively charged atom - άτομο θετικά φορτισμένο