Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

whatsoever (en) (χωρίς παραθετικά)

  • απολύτως
    He had no reason whatsoever for going.
    Δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να πάει.
    There is no doubt whatsoever about it.
    Δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία γι' αυτό.

  Πηγές επεξεργασία