ενεστώτας pay off
γ΄ ενικό ενεστώτα pays off
αόριστος paid off
παθητική μετοχή paid off
ενεργητική μετοχή paying off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pay off < → δείτε τις λέξεις pay και off

pay off (en)

  1. (ανεπίσημο) πληρώνω, δωροδοκώ
    ⮡  We lost the match because the referee was paid off.
    Χάσαμε τον αγώνα, γιατί ο διαιτητής ήταν πληρωμένος.
    ⮡  He paid the witnesses off to win the trial.
    Δωροδόκησε τους μάρτυρες, για να κερδίσει τη δίκη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη bribe
  2. εξοφλώ, ολοκληρώνω την πληρωμή των χρημάτων που οφείλονται για κάτι
    ⮡  Creditors are chasing him down to pay off his debts.
    Οι πιστωτές τον κυνηγούν για να εξοφλήσει τα χρέη του.