pay off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pay off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pays off |
αόριστος | paid off |
παθητική μετοχή | paid off |
ενεργητική μετοχή | paying off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpay off (en)
- (ανεπίσημο) πληρώνω, δωροδοκώ
- εξοφλώ, ολοκληρώνω την πληρωμή των χρημάτων που οφείλονται για κάτι
- ⮡ Creditors are chasing him down to pay off his debts.
- Οι πιστωτές τον κυνηγούν για να εξοφλήσει τα χρέη του.
- ⮡ Creditors are chasing him down to pay off his debts.