Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bribe bribes

bribe (en)

  • η δωροδοκία, το λάδωμα
    ⮡  With bribes, he managed to circumvent the law.
    Με δωροδοκίες κατάφερε να καταστρατηγήσει το νόμο.

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας bribe
γ΄ ενικό ενεστώτα bribes
αόριστος bribed
παθητική μετοχή bribed
ενεργητική μετοχή bribing

bribe (en)

  • δωροδοκώ, λαδώνω
    ⮡  He revealed that he has been bribed.
    Αποκάλυψε ότι έχει δωροδοκηθεί.
    ⮡  This man can’t be bribed.
    Αυτός ο άνθρωπος δε δωροδοκείται.
    ⮡  He is easily bribed.
    Δωροδοκείται εύκολα.