ενεστώτας buy off
γ΄ ενικό ενεστώτα buys off
αόριστος bought off
παθητική μετοχή bought off
ενεργητική μετοχή buying off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
buy off < → δείτε τις λέξεις buy και off

buy off (en)

  • εξαγοράζω, δωροδοκώ κάποιον για να τον εμποδίσω να κάνει κάτι που δεν θέλω να κάνει
    ⮡  They bought him off so he wouldn’t speak.
    Τον εξαγοράσαν για να μη μιλήσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη bribe