buy off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | buy off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | buys off |
αόριστος | bought off |
παθητική μετοχή | bought off |
ενεργητική μετοχή | buying off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbuy off (en)
- εξαγοράζω, δωροδοκώ κάποιον για να τον εμποδίσω να κάνει κάτι που δεν θέλω να κάνει