ξεπληρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεπληρώνω < ξε + πληρώνω
Ρήμα
επεξεργασίαξεπληρώνω
- πληρώνω το σύνολο ή μέρος του ποσού που οφείλω
- ανταποδίδω χάρη ή ευεργεσία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεπληρώνω | ξεπλήρωνα | θα ξεπληρώνω | να ξεπληρώνω | ξεπληρώνοντας | |
β' ενικ. | ξεπληρώνεις | ξεπλήρωνες | θα ξεπληρώνεις | να ξεπληρώνεις | ξεπλήρωνε | |
γ' ενικ. | ξεπληρώνει | ξεπλήρωνε | θα ξεπληρώνει | να ξεπληρώνει | ||
α' πληθ. | ξεπληρώνουμε | ξεπληρώναμε | θα ξεπληρώνουμε | να ξεπληρώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεπληρώνετε | ξεπληρώνατε | θα ξεπληρώνετε | να ξεπληρώνετε | ξεπληρώνετε | |
γ' πληθ. | ξεπληρώνουν(ε) | ξεπλήρωναν ξεπληρώναν(ε) |
θα ξεπληρώνουν(ε) | να ξεπληρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεπλήρωσα | θα ξεπληρώσω | να ξεπληρώσω | ξεπληρώσει | ||
β' ενικ. | ξεπλήρωσες | θα ξεπληρώσεις | να ξεπληρώσεις | ξεπλήρωσε | ||
γ' ενικ. | ξεπλήρωσε | θα ξεπληρώσει | να ξεπληρώσει | |||
α' πληθ. | ξεπληρώσαμε | θα ξεπληρώσουμε | να ξεπληρώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεπληρώσατε | θα ξεπληρώσετε | να ξεπληρώσετε | ξεπληρώστε | ||
γ' πληθ. | ξεπλήρωσαν ξεπληρώσαν(ε) |
θα ξεπληρώσουν(ε) | να ξεπληρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεπληρώσει | είχα ξεπληρώσει | θα έχω ξεπληρώσει | να έχω ξεπληρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεπληρώσει | είχες ξεπληρώσει | θα έχεις ξεπληρώσει | να έχεις ξεπληρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεπληρώσει | είχε ξεπληρώσει | θα έχει ξεπληρώσει | να έχει ξεπληρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεπληρώσει | είχαμε ξεπληρώσει | θα έχουμε ξεπληρώσει | να έχουμε ξεπληρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεπληρώσει | είχατε ξεπληρώσει | θα έχετε ξεπληρώσει | να έχετε ξεπληρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεπληρώσει | είχαν ξεπληρώσει | θα έχουν ξεπληρώσει | να έχουν ξεπληρώσει |
|