Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεπληρώνω < ξε + πληρώνω

ξεπληρώνω

  1. πληρώνω το σύνολο ή μέρος του ποσού που οφείλω
  2. ανταποδίδω χάρη ή ευεργεσία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία