ενεστώτας pay back
γ΄ ενικό ενεστώτα pays back
αόριστος paid back
παθητική μετοχή paid back
ενεργητική μετοχή paying back

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pay back < → δείτε τις λέξεις pay και back

pay back (en)

  1. (μεταβατικό) ξεπληρώνω, εξοφλώ ένα χρέος
    ⮡  I will work hard and pay you back.
    Θα δουλέψω σκληρά και θα σε ξεπληρώσω.
     συνώνυμα: repay, → και δείτε τη λέξη refund
  2. (μεταφορικά) ανταποδίδω σε κάποιον τα ίσα, κάνω σε κάποιον ό,τι κακό μου έκανε
    ⮡  I pay someone back in kind.
    Ανταποδίδω σε κάποιον τα ίσα/ίδια.
     συνώνυμα: repay

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 74. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ανταποδίδω