Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ὀφλισκάνω 
Παρατατικός  ὠφλίσκανον 
Μέλλοντας  ὀφλήσω 
Αόριστος  ὦφλον 
Παρακείμενος  ὤφληκα 
Υπερσυντέλικος  ὠφλήκειν 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀφλισκάνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ὀφλισκάνω

  1. χρωστώ, υποχρεούμαι να πληρώσω ένα πρόστιμο
  2. καταδικάζομαι σε κάποια δίκη
  3. λέγεται για οτιδήποτε αξίζει κάποιος ως τιμωρία ή φέρει ως όνειδος
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 511 (510-511)
    τῷ ἀπ᾽ ἐμᾶς | φρενὸς οὔποτ᾽ ὀφλήσει κακίαν.
    Κι έτσι για σένα | δε βάζει, Οιδίπου, ο νους κακό κανένα.
    Μετάφραση (1936): Φώτος Πολίτης @greek‑language.gr

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία