ὀφλισκάνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ὀφλισκάνω | |
Παρατατικός | ὠφλίσκανον | |
Μέλλοντας | ὀφλήσω | |
Αόριστος | ὦφλον | |
Παρακείμενος | ὤφληκα | |
Υπερσυντέλικος | ὠφλήκειν | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀφλισκάνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαὀφλισκάνω
- χρωστώ, υποχρεούμαι να πληρώσω ένα πρόστιμο
- καταδικάζομαι σε κάποια δίκη
- λέγεται για οτιδήποτε αξίζει κάποιος ως τιμωρία ή φέρει ως όνειδος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 511 (510-511)
- τῷ ἀπ᾽ ἐμᾶς | φρενὸς οὔποτ᾽ ὀφλήσει κακίαν.
- Κι έτσι για σένα | δε βάζει, Οιδίπου, ο νους κακό κανένα.
- Μετάφραση (1936): Φώτος Πολίτης @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 511 (510-511)
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- αἰσχύνην, βλάβην ὀφλισκάνω: επισύρω την ατίμωση ή τον όλεθρο κάποιου, υποβάλλομαι στις ποινές αυτές
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Ὀλυνθιακὸς β′, 3
- ὑμεῖς δ᾽ ὅσῳ χεῖρον ἢ προσῆκε κέχρησθε τοῖς πράγμασι, τοσούτῳ πλείον᾽ αἰσχύνην ὠφλήκατε.
- ενώ εσείς όσο χειρότερα από ό,τι έπρεπε έχετε χειριστεί τα πράγματα, τόσο μεγαλύτερη καταισχύνη έχετε επισύρει εναντίον σας.
- Μετάφραση (1998): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὑμεῖς δ᾽ ὅσῳ χεῖρον ἢ προσῆκε κέχρησθε τοῖς πράγμασι, τοσούτῳ πλείον᾽ αἰσχύνην ὠφλήκατε.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Ὀλυνθιακὸς β′, 3
- δίαιταν ὀφλισκάνω: χάνω μία δίκη με διαιτησία
- δειλίαν ὀφλισκάνω: κατηγορούμαι ως δειλός, αποκτώ φήμη δειλού
- δώρων ὦφλον: καταδικάστηκα για δωροδοκία
- θανάτου δίκην ὀφλισκάνω: καταδικάζομαι σε θάνατο
- μωρίαν ὀφλισκάνω: είμαι ανόητος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 470 (469-470)
- σοὶ δ᾽ εἰ δοκῶ νῦν μῶρα δρῶσα τυγχάνειν, | σχεδόν τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω.
- Κι αν σ᾽ εσένα τώρα φαίνομαι ανόητη για ό,τι κάνω, | μπορώ να πω πως σ᾽ ανόητο φαίνομαι ανόητη.
- Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 470 (469-470)
- ὀφλισκάνω δίκην: καταδικάζομαι κατά τη δίκη, χάνω μία δίκη
- ὀφλισκάνω κλοπῆς δίκην: καταδικάζομαι σε δίκη για κλοπή
- ὀφλισκάνω γέλωτα: είμαι περίγελως
- τὰς εὐθύνας ὀφλισκάνω: δεν έχει παρέλθει η οφειλή μου
Πηγές
επεξεργασία- ὀφλισκάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀφλισκάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.