Ετυμολογία

επεξεργασία
κατηγορούμαι < παθητική φωνή του κατηγορώ

κατηγορούμαι, στ.μέλλ.: θα κατηγορηθώ, αόρ.: κατηγορήθηκα, μτχ. ενεστ. κατηγορούμενος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία