υποβάλλομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υποβάλλομαι < υποβάλλω
ΡήμαΕπεξεργασία
υποβάλλομαι
- κατατίθεμαι σε αρμόδια υπηρεσία
- το έγγραφο υποβλήθηκε εν καιρώ
- υποχρεώνομαι να κάνω κάτι, είμαι υποχρεωμένος να κάνω κάτι
- ο πατέρας του υποβλήθηκε σε εγχείρηση