επισύρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επισύρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαεπισύρω, πρτ.: επέσυρα, στ.μέλλ.: θα επισύρω, αόρ.: επέσυρα, μτχ.π.π.: επισεσυρμένος
- έχω ως επίπτωση (συνήθως μία τιμωρία, ποινή ή άλλη αρνητική εξέλιξη) για εμένα τον ίδιο
- τέτοιου είδους συμπεριφορά επισύρει πειθαρχικές κυρώσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επισύρω
|