Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισύρω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

επισύρω, πρτ.: επέσυρα, στ.μέλλ.: θα επισύρω, αόρ.: επέσυρα, μτχ.π.π.: επισεσυρμένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία