Ετυμολογία

επεξεργασία
επισύρω < λείπει η ετυμολογία

επισύρω, πρτ.: επέσυρα, στ.μέλλ.: θα επισύρω, αόρ.: επέσυρα, μτχ.π.π.: επισεσυρμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία