περίγελως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίγελως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίγελως
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίγελως αρσενικό μόνο σε ονομαστική και αιτιατική ενικού (ελλειπτικό ουσιαστικό)
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του περίγελος
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
περιγελωτ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | περίγελως | οἱ | περιγέλωτες | ||||
γενική | τοῦ | περιγέλωτος | τῶν | περιγελώτων | ||||
δοτική | τῷ | περιγέλωτῐ | τοῖς | περιγέλωσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | περιγέλωτᾰ | τοὺς | περιγέλωτᾰς | ||||
κλητική ὦ! | περίγελως | περιγέλωτες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιγέλωτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | περιγελώτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρως' όπως «ἔρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περίγελως (ελληνιστική κοινή) > περιγελάω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική περί- + γέλως
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: περίγελος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίγελως, -ωτος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) που είναι αιτία γέλωτος
- στον Ψευδο-Ιακώβ, 9.2 → χρειάζεται παράθεμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ περίγελως - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σελ.536, Τόμος 3ος] - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών