Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεξοφλητικός η προεξοφλητική το προεξοφλητικό
      γενική του προεξοφλητικού της προεξοφλητικής του προεξοφλητικού
    αιτιατική τον προεξοφλητικό την προεξοφλητική το προεξοφλητικό
     κλητική προεξοφλητικέ προεξοφλητική προεξοφλητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεξοφλητικοί οι προεξοφλητικές τα προεξοφλητικά
      γενική των προεξοφλητικών των προεξοφλητικών των προεξοφλητικών
    αιτιατική τους προεξοφλητικούς τις προεξοφλητικές τα προεξοφλητικά
     κλητική προεξοφλητικοί προεξοφλητικές προεξοφλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προεξοφλητικός < προεξοφλώ + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

προεξοφλητικός

  • που έχει σχέσει με την προεξόφληση, αναφέρεται σ’ αυτή ή ανήκει σ’ αυτή

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία