προεξοφλητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
προεξοφλητικός
- που έχει σχέσει με την προεξόφληση, αναφέρεται σ’ αυτή ή ανήκει σ’ αυτή
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- προεξοφλητικό επιτόκιο: (οικονομία) πρόκειται για το επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας φέρουσα του εκδοτικού προνομίου εκ του οποίου οι εμπορικές τράπεζες (όχι, όμως, οι χρηματιστηριακές/επενδυτικές) προσαρμόζουν ανάλογα τα δικά τους επιτόκια δανεισμού