καλοπληρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαλοπληρώνω (παθητική φωνή: καλοπληρώνομαι)
- (για εργαζομένους) πληρώνω κάποιον με πολύ καλή αμοιβή
- (για ενοικιαστές) καταβάλλω κάθε μήνα το ενοίκιο στον ιδιοκτήτη
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαλοπλήρωτος
- καλοπληρωμένος
- καλοπληρωτής
- → δείτε τις λέξεις καλός, πληρώνω και πλήρης
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλοπληρώνω | καλοπλήρωνα | θα καλοπληρώνω | να καλοπληρώνω | καλοπληρώνοντας | |
β' ενικ. | καλοπληρώνεις | καλοπλήρωνες | θα καλοπληρώνεις | να καλοπληρώνεις | καλοπλήρωνε | |
γ' ενικ. | καλοπληρώνει | καλοπλήρωνε | θα καλοπληρώνει | να καλοπληρώνει | ||
α' πληθ. | καλοπληρώνουμε | καλοπληρώναμε | θα καλοπληρώνουμε | να καλοπληρώνουμε | ||
β' πληθ. | καλοπληρώνετε | καλοπληρώνατε | θα καλοπληρώνετε | να καλοπληρώνετε | καλοπληρώνετε | |
γ' πληθ. | καλοπληρώνουν(ε) | καλοπλήρωναν καλοπληρώναν(ε) |
θα καλοπληρώνουν(ε) | να καλοπληρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλοπλήρωσα | θα καλοπληρώσω | να καλοπληρώσω | καλοπληρώσει | ||
β' ενικ. | καλοπλήρωσες | θα καλοπληρώσεις | να καλοπληρώσεις | καλοπλήρωσε | ||
γ' ενικ. | καλοπλήρωσε | θα καλοπληρώσει | να καλοπληρώσει | |||
α' πληθ. | καλοπληρώσαμε | θα καλοπληρώσουμε | να καλοπληρώσουμε | |||
β' πληθ. | καλοπληρώσατε | θα καλοπληρώσετε | να καλοπληρώσετε | καλοπληρώστε | ||
γ' πληθ. | καλοπλήρωσαν καλοπληρώσαν(ε) |
θα καλοπληρώσουν(ε) | να καλοπληρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλοπληρώσει | είχα καλοπληρώσει | θα έχω καλοπληρώσει | να έχω καλοπληρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλοπληρώσει | είχες καλοπληρώσει | θα έχεις καλοπληρώσει | να έχεις καλοπληρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλοπληρώσει | είχε καλοπληρώσει | θα έχει καλοπληρώσει | να έχει καλοπληρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλοπληρώσει | είχαμε καλοπληρώσει | θα έχουμε καλοπληρώσει | να έχουμε καλοπληρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλοπληρώσει | είχατε καλοπληρώσει | θα έχετε καλοπληρώσει | να έχετε καλοπληρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλοπληρώσει | είχαν καλοπληρώσει | θα έχουν καλοπληρώσει | να έχουν καλοπληρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλοπληρώνω
|