Ετυμολογία

επεξεργασία
καλοπληρώνω < καλο- + πληρώνω

καλοπληρώνω (παθητική φωνή: καλοπληρώνομαι)

  1. (για εργαζομένους) πληρώνω κάποιον με πολύ καλή αμοιβή
  2. (για ενοικιαστές) καταβάλλω κάθε μήνα το ενοίκιο στον ιδιοκτήτη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία