Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοπληρωμένος η καλοπληρωμένη το καλοπληρωμένο
      γενική του καλοπληρωμένου της καλοπληρωμένης του καλοπληρωμένου
    αιτιατική τον καλοπληρωμένο την καλοπληρωμένη το καλοπληρωμένο
     κλητική καλοπληρωμένε καλοπληρωμένη καλοπληρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοπληρωμένοι οι καλοπληρωμένες τα καλοπληρωμένα
      γενική των καλοπληρωμένων των καλοπληρωμένων των καλοπληρωμένων
    αιτιατική τους καλοπληρωμένους τις καλοπληρωμένες τα καλοπληρωμένα
     κλητική καλοπληρωμένοι καλοπληρωμένες καλοπληρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

καλοπληρωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία