Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαλοπλήρωτος η ακαλοπλήρωτη το ακαλοπλήρωτο
      γενική του ακαλοπλήρωτου της ακαλοπλήρωτης του ακαλοπλήρωτου
    αιτιατική τον ακαλοπλήρωτο την ακαλοπλήρωτη το ακαλοπλήρωτο
     κλητική ακαλοπλήρωτε ακαλοπλήρωτη ακαλοπλήρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαλοπλήρωτοι οι ακαλοπλήρωτες τα ακαλοπλήρωτα
      γενική των ακαλοπλήρωτων των ακαλοπλήρωτων των ακαλοπλήρωτων
    αιτιατική τους ακαλοπλήρωτους τις ακαλοπλήρωτες τα ακαλοπλήρωτα
     κλητική ακαλοπλήρωτοι ακαλοπλήρωτες ακαλοπλήρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαλοπλήρωτος < α- + καλοπληρώνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακαλοπλήρωτος[1]

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. ακαλοπλήρωτοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας