κακοπληρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακακοπληρώνω
- δεν πληρώνω καλά, δεν δίνω ικανοποιητικές αμοιβές
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κακοπληρώνω | κακοπλήρωνα | θα κακοπληρώνω | να κακοπληρώνω | κακοπληρώνοντας | |
β' ενικ. | κακοπληρώνεις | κακοπλήρωνες | θα κακοπληρώνεις | να κακοπληρώνεις | κακοπλήρωνε | |
γ' ενικ. | κακοπληρώνει | κακοπλήρωνε | θα κακοπληρώνει | να κακοπληρώνει | ||
α' πληθ. | κακοπληρώνουμε | κακοπληρώναμε | θα κακοπληρώνουμε | να κακοπληρώνουμε | ||
β' πληθ. | κακοπληρώνετε | κακοπληρώνατε | θα κακοπληρώνετε | να κακοπληρώνετε | κακοπληρώνετε | |
γ' πληθ. | κακοπληρώνουν(ε) | κακοπλήρωναν κακοπληρώναν(ε) |
θα κακοπληρώνουν(ε) | να κακοπληρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κακοπλήρωσα | θα κακοπληρώσω | να κακοπληρώσω | κακοπληρώσει | ||
β' ενικ. | κακοπλήρωσες | θα κακοπληρώσεις | να κακοπληρώσεις | κακοπλήρωσε | ||
γ' ενικ. | κακοπλήρωσε | θα κακοπληρώσει | να κακοπληρώσει | |||
α' πληθ. | κακοπληρώσαμε | θα κακοπληρώσουμε | να κακοπληρώσουμε | |||
β' πληθ. | κακοπληρώσατε | θα κακοπληρώσετε | να κακοπληρώσετε | κακοπληρώστε | ||
γ' πληθ. | κακοπλήρωσαν κακοπληρώσαν(ε) |
θα κακοπληρώσουν(ε) | να κακοπληρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κακοπληρώσει | είχα κακοπληρώσει | θα έχω κακοπληρώσει | να έχω κακοπληρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κακοπληρώσει | είχες κακοπληρώσει | θα έχεις κακοπληρώσει | να έχεις κακοπληρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κακοπληρώσει | είχε κακοπληρώσει | θα έχει κακοπληρώσει | να έχει κακοπληρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κακοπληρώσει | είχαμε κακοπληρώσει | θα έχουμε κακοπληρώσει | να έχουμε κακοπληρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κακοπληρώσει | είχατε κακοπληρώσει | θα έχετε κακοπληρώσει | να έχετε κακοπληρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κακοπληρώσει | είχαν κακοπληρώσει | θα έχουν κακοπληρώσει | να έχουν κακοπληρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακοπληρώνω
|