Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πληρώτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πληρώτρι
α
οι
πληρώτρι
ες
γενική
της
πληρώτρι
ας
των
πληρωτρι
ών
αιτιατική
την
πληρώτρι
α
τις
πληρώτρι
ες
κλητική
πληρώτρι
α
πληρώτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πληρώτρια
<
πληρωτής
+ κατάληξη θηλυκού
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πληρώτρια
θηλυκό
(
σπάνιο
)
θηλυκό
του
πληρωτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πληρώτρια
γαλλικά
:
payeuse
(fr)