ἱκανός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
ῐκᾰνο- | |||||||
ονομαστική | ὁ | ἱκανός | ἡ | ἱκανή | τὸ | ἱκανόν | |
γενική | τοῦ | ἱκανοῦ | τῆς | ἱκανῆς | τοῦ | ἱκανοῦ | |
δοτική | τῷ | ἱκανῷ | τῇ | ἱκανῇ | τῷ | ἱκανῷ | |
αιτιατική | τὸν | ἱκανόν | τὴν | ἱκανήν | τὸ | ἱκανόν | |
κλητική ὦ! | ἱκανέ | ἱκανή | ἱκανόν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | ἱκανοί | αἱ | ἱκαναί | τὰ | ἱκανᾰ́ | |
γενική | τῶν | ἱκανῶν | τῶν | ἱκανῶν | τῶν | ἱκανῶν | |
δοτική | τοῖς | ἱκανοῖς | ταῖς | ἱκαναῖς | τοῖς | ἱκανοῖς | |
αιτιατική | τοὺς | ἱκανούς | τὰς | ἱκανᾱ́ς | τὰ | ἱκανᾰ́ | |
κλητική ὦ! | ἱκανοί | ἱκαναί | ἱκανᾰ́ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱκανώ | τὼ | ἱκανᾱ́ | τὼ | ἱκανώ | |
γεν-δοτ | τοῖν | ἱκανοῖν | τοῖν | ἱκαναῖν | τοῖν | ἱκανοῖν | |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἱκανός' < θέμα ἱκ- όπως στο ἵκω (φτάνω, απλώνω), παράλληλου τύπου του ἱκνέομαι (φτάνω, έρχομαι) + -ανός [1]
Επίθετο
επεξεργασίαἱκανός, -ή, -όν, συγκριτικός : ἱκανώτερος, υπερθετικός : ἱκανώτατος
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἰκανόν χρόνον = για αρκετό χρονικό διάστημα
Παράγωγα
επεξεργασία- ἀνίκανος
- ἱκανοδοσία
- ἱκανοδοτέω
- ἱκανοδότης
- ἱκανοποιέω
- ἱκανότης
- ἱκανόω
- ἱκανῶς (επίρρημα)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἱκανός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱκανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.