Δείτε επίσης: ικανός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ῐκᾰνο-
ονομαστική ἱκανός ἱκανή τὸ ἱκανόν
      γενική τοῦ ἱκανοῦ τῆς ἱκανῆς τοῦ ἱκανοῦ
      δοτική τῷ ἱκαν τῇ ἱκαν τῷ ἱκαν
    αιτιατική τὸν ἱκανόν τὴν ἱκανήν τὸ ἱκανόν
     κλητική ! ἱκανέ ἱκανή ἱκανόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἱκανοί αἱ ἱκαναί τὰ ἱκανᾰ́
      γενική τῶν ἱκανῶν τῶν ἱκανῶν τῶν ἱκανῶν
      δοτική τοῖς ἱκανοῖς ταῖς ἱκαναῖς τοῖς ἱκανοῖς
    αιτιατική τοὺς ἱκανούς τὰς ἱκανᾱ́ς τὰ ἱκανᾰ́
     κλητική ! ἱκανοί ἱκαναί ἱκανᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἱκανώ τὼ ἱκανᾱ́ τὼ ἱκανώ
      γεν-δοτ τοῖν ἱκανοῖν τοῖν ἱκαναῖν τοῖν ἱκανοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱκανός' < θέμα ἱκ- όπως στο ἵκω (φτάνω, απλώνω), παράλληλου τύπου του ἱκνέομαι (φτάνω, έρχομαι) + -ανός [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ἱκανός, -ή, -όν, συγκριτικός: ἱκανώτερος, υπερθετικός:  ἱκανώτατος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.