Δείτε επίσης: ἐνασμενίζομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενασμενίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνασμενίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐνασμενίζω < ἐν- + ἀσμενίζω < αρχαία ελληνική ἄσμενος (χαρούμενος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.na.zmeˈni.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐να‐σμε‐νί‐ζο‐μαι

ενασμενίζομαι, π.αόρ.: ενασμενίσθηκα (αποθετικό ρήμα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία