ενασμενίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενασμενίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνασμενίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐνασμενίζω < ἐν- + ἀσμενίζω < αρχαία ελληνική ἄσμενος (χαρούμενος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.na.zmeˈni.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐να‐σμε‐νί‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαενασμενίζομαι, π.αόρ.: ενασμενίσθηκα (αποθετικό ρήμα)
- (αρχαιοπρεπές)
- καμαρώνω για κάτι χωρίς λόγο ή που δεν πρέπει
- ⮡ Ενασμενίζεται για το συγγραφικό του ταλέντο, αλλά δεν έχει εκδοθεί κανένα έργο του.
- ≈ συνώνυμα: εναβρύνομαι, κομπορρημονώ, καυχώμαι
- χαίρομαι, μου αρέσει
- ⮡ Ενασμενίζεται να πολιτικολογεί.
- καμαρώνω για κάτι χωρίς λόγο ή που δεν πρέπει
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενασμενίζομαι | ενασμενιζόμουν(α) | θα ενασμενίζομαι | να ενασμενίζομαι | ||
β' ενικ. | ενασμενίζεσαι | ενασμενιζόσουν(α) | θα ενασμενίζεσαι | να ενασμενίζεσαι | ||
γ' ενικ. | ενασμενίζεται | ενασμενιζόταν(ε) | θα ενασμενίζεται | να ενασμενίζεται | ||
α' πληθ. | ενασμενιζόμαστε | ενασμενιζόμαστε ενασμενιζόμασταν |
θα ενασμενιζόμαστε | να ενασμενιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ενασμενίζεστε | ενασμενιζόσαστε ενασμενιζόσασταν |
θα ενασμενίζεστε | να ενασμενίζεστε | (ενασμενίζεστε) | |
γ' πληθ. | ενασμενίζονται | ενασμενίζονταν ενασμενιζόντουσαν |
θα ενασμενίζονται | να ενασμενίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενασμενίστηκα | θα ενασμενιστώ | να ενασμενιστώ | ενασμενιστεί | ||
β' ενικ. | ενασμενίστηκες | θα ενασμενιστείς | να ενασμενιστείς | ενασμενίσου | ||
γ' ενικ. | ενασμενίστηκε | θα ενασμενιστεί | να ενασμενιστεί | |||
α' πληθ. | ενασμενιστήκαμε | θα ενασμενιστούμε | να ενασμενιστούμε | |||
β' πληθ. | ενασμενιστήκατε | θα ενασμενιστείτε | να ενασμενιστείτε | ενασμενιστείτε | ||
γ' πληθ. | ενασμενίστηκαν ενασμενιστήκαν(ε) |
θα ενασμενιστούν(ε) | να ενασμενιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ενασμενιστεί | είχα ενασμενιστεί | θα έχω ενασμενιστεί | να έχω ενασμενιστεί | ||
β' ενικ. | έχεις ενασμενιστεί | είχες ενασμενιστεί | θα έχεις ενασμενιστεί | να έχεις ενασμενιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ενασμενιστεί | είχε ενασμενιστεί | θα έχει ενασμενιστεί | να έχει ενασμενιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ενασμενιστεί | είχαμε ενασμενιστεί | θα έχουμε ενασμενιστεί | να έχουμε ενασμενιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ενασμενιστεί | είχατε ενασμενιστεί | θα έχετε ενασμενιστεί | να έχετε ενασμενιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ενασμενιστεί | είχαν ενασμενιστεί | θα έχουν ενασμενιστεί | να έχουν ενασμενιστεί |