ἀσμενίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀσμενίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀσμενίζω
- είμαι ευχαριστημένος με κάτι
- ※ 4oς πκε αιώνας Αισχίνης, Επιστολαί, Αἰσχίνης τῇ Βουλῇ καὶ τῷ Δήμῳ Α΄, 5.5 @scaife.perseus
- καὶ ὅσον γʼ ἐπὶ Κλεοκράτει, οὐδεμιᾶς πόλεως ἄλλης οὐδὲ ἀνθρώπων ἐπιθυμῶ, ἀλλὰ καὶ σφόδρα ἀσμενίζω τῇ συμφορᾷ, καὶ ἀρχὴ δοκεῖ μοι τοῦ βίου ἡ ἀπαλλαγὴ τῆς αὐτόθι πολιτείας.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ηθικά, Περὶ ἀρετῆς καὶ κακιάς, 4.101d @scaife.perseus
- ἀναστάντες ἄρτον λιτὸν ἐπὶ τυρῷ καὶ καρδάμῳ χαίρουσι καὶ ἀσμενίζουσιν ἐσθίοντες;[*] τοιαύτην ὁ λόγος ἐμποιεῖ τῇ ψυχῇ διάθεσιν. αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι·
- ※ 4oς πκε αιώνας Αισχίνης, Επιστολαί, Αἰσχίνης τῇ Βουλῇ καὶ τῷ Δήμῳ Α΄, 5.5 @scaife.perseus
- δέχομαι κάτι ευχάριστα, πρόθυμα, ή με ανακούφιση
- ※ 4oς πκε αιώνας Αισχίνης, Επιστολαί, Αἰσχίνης τῇ Βουλῇ καὶ τῷ Δήμῳ Α΄, 5.1 @scaife.perseus
- Ὁ μὲν Οὐλιάδης, ᾧ μάλιστʼ ἐπεποίθεις, οὔτε ὅτε ἀφίγμεθα εἰς Ῥόδον παρὼν ἔτυχεν, ἀλλὰ περὶ Αἰνδον ἧν, οὔτʼ ἐπανελθών εἰς Ῥόδον περιττῶς ήσμένισεν ἡμᾶς,
- ※ 4oς πκε αιώνας Αισχίνης, Επιστολαί, Αἰσχίνης τῇ Βουλῇ καὶ τῷ Δήμῳ Α΄, 5.1 @scaife.perseus
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη ἄσμενος
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀσμενίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀσμενίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.