εναβρύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εναβρύνομαι < ελληνιστική κοινή ἐναβρύνομαι < αρχαία ελληνική ἁβρύνω < ἁβρός
Ρήμα
επεξεργασίαεναβρύνομαι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αβρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία εναβρύνομαι
|