Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁβρύνω < ἁβρός + -ύνω
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἁβρύνω   ἁβρύνομαι 
Παρατατικός  ἥβρυνον   ἡβρυνόμην 
Μέλλοντας  ἁβρυνῶ   ----(*)---- 
Αόριστος  ἥβρυνα   ----(*)---- 
Παρακείμενος  ----(*)----   ----(*)---- 
Υπερσυντέλικος  ----(*)----   ----(*)---- 
Συντελ.Μέλλ.

ἁβρύνω (α΄πρόσωπο οριστικής ενεργητικού ενεστώτα)

  1. κάνω κάποιον αβρό
  2. μεταχειρίζομαι κάποιον με αβρότητα, συμπεριφέρομαι με λεπτότητα, ευγένεια
  3. εξαπατώ κάποιον μεταχειρισόμενος τους καλούς τρόπους
  4. κάνω κάποιον μαλθακό
  5. αβρύνομαι: ζω με αβρότητα και υπερηφανεύομαι, φέρομαι ίσως αλαζονικά
  6. με αιτιατική: καμαρώνω για κάτι

Παράγωγα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • το ρήμα ἁβρύνω είναι ελλιπές, η χρήση του είναι περισσότερο στη μέση φωνή "ἁβρύνομαι", που είναι ποιητικό και μεταγενέστερο, στην αρχαία πεζογραφία απαντάται από τον Ξενοφώντα (Αγησίλαος 9,2) και τον Πλάτωνα (Απολογία 20).