ἁβρύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἁβρύνω | ἁβρύνομαι |
Παρατατικός | ἥβρυνον | ἡβρυνόμην |
Μέλλοντας | ἁβρυνῶ | ----(*)---- |
Αόριστος | ἥβρυνα | ----(*)---- |
Παρακείμενος | ----(*)---- | ----(*)---- |
Υπερσυντέλικος | ----(*)---- | ----(*)---- |
Συντελ.Μέλλ. |
ἁβρύνω (α΄πρόσωπο οριστικής ενεργητικού ενεστώτα)
- κάνω κάποιον αβρό
- μεταχειρίζομαι κάποιον με αβρότητα, συμπεριφέρομαι με λεπτότητα, ευγένεια
- εξαπατώ κάποιον μεταχειρισόμενος τους καλούς τρόπους
- κάνω κάποιον μαλθακό
- αβρύνομαι: ζω με αβρότητα και υπερηφανεύομαι, φέρομαι ίσως αλαζονικά
- με αιτιατική: καμαρώνω για κάτι
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- το ρήμα ἁβρύνω είναι ελλιπές, η χρήση του είναι περισσότερο στη μέση φωνή "ἁβρύνομαι", που είναι ποιητικό και μεταγενέστερο, στην αρχαία πεζογραφία απαντάται από τον Ξενοφώντα (Αγησίλαος 9,2) και τον Πλάτωνα (Απολογία 20).