Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁβρύνομαι < ποιητικό ελληνιστική του ἁβρύνω
ἁβρύνομαι (α΄ πρόσωπο μέσου ενεστώτα)
  1. γίνομαι αβρός, μαλθακός
  2. ζω με αβρότητα, ίσως αλαζονικά
  3. με δοτική : ἁβρύνομαι τινί = υπερηφανεύομαι για κάτι

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • στη μέση φωνή περισσότερο δόκιμος είναι ο παρατατικός τύπος: ἡβρυνόμην