Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἥβρυνον
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική ενεργητικού παρατατικού του του ρήματος ἁβρύνω
→ δείτε τη λέξη  ἁβρύνω