καμάρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καμάρωμα < καμαρώ(νω) + -μα
- καμάρωμα < ελληνιστική κοινή καμάρωμα < καμαρόω / καμαρῶ < αρχαία ελληνική καμάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂em- (καμπή)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καμάρωμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καμαρώνω
- ο σχηματισμός καμάρας
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμάρωμα
|