καμαροφρύδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καμαροφρύδης αρσενικό (θηλυκό: καμαροφρύδα)
- (λαϊκότροπο) (λογοτεχνικό) που έχει όμορφα τοξωτά φρύδια, σαν καμάρα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμαροφρύδης
|