↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμαροφρύδα οι καμαροφρύδες
      γενική της καμαροφρύδας
    αιτιατική την καμαροφρύδα τις καμαροφρύδες
     κλητική καμαροφρύδα καμαροφρύδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καμαροφρύδα < καμαροφρύδης +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καμαροφρύδα θηλυκό

  • (λογοτεχνικό) θηλυκό του καμαροφρύδης
    ※  Κερά ψηλή κερά λιγνή κερά καμαροφρύδα
    κερά μου τον υγιόκα σου και τον πρωτότοκό σου
    για λούστονε για χτένιστον για στείλτον στο σχολειό του
    να τονε δείρει ο δάσκαλος με τρία κλωνάρια μόσχο*
    και να του σκούξουν τα παιδιά: μωρέ μοσκοδαρμένε
    μωρέ και πούν' τα γράμματα, μωρέ και πουν ο νούς σου;
    (Κρητικά κάλαντα Χριστουγέννων).

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία