↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαϊτανοφρύδα οι γαϊτανοφρύδες
      γενική της γαϊτανοφρύδας
    αιτιατική τη γαϊτανοφρύδα τις γαϊτανοφρύδες
     κλητική γαϊτανοφρύδα γαϊτανοφρύδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαϊτανοφρύδα < γαϊτάν(ι) +-ο- + φρύδ(ι) +
  • και επίθετο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣai̯.ta.noˈfɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαϊ‐τα‐νο‐φρύ‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαϊτανοφρύδα θηλυκό (αρσενικό γαϊτανοφρύδης))

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

γαϊτανοφρύδα

→ και δείτε τη λέξη γαϊτανοφρύδης