καμαροφρυδούσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμαροφρυδούσα | οι | καμαροφρυδούσες |
γενική | της | καμαροφρυδούσας | — | |
αιτιατική | την | καμαροφρυδούσα | τις | καμαροφρυδούσες |
κλητική | καμαροφρυδούσα | καμαροφρυδούσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καμαροφρυδούσα < καμαροφρύδης + -ούσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καμαροφρυδούσα θηλυκό
- (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του καμαροφρύδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμαροφρυδούσα
|