↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θολωτός η θολωτή το θολωτό
      γενική του θολωτού της θολωτής του θολωτού
    αιτιατική τον θολωτό τη θολωτή το θολωτό
     κλητική θολωτέ θολωτή θολωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θολωτοί οι θολωτές τα θολωτά
      γενική των θολωτών των θολωτών των θολωτών
    αιτιατική τους θολωτούς τις θολωτές τα θολωτά
     κλητική θολωτοί θολωτές θολωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
Θολωτός μυκηναϊκός τάφος στην Πύλο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θολωτός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική θολωτός [1] (ή όψιμη ελληνιστική κοινή[2]) < αρχαία ελληνική θόλ(ος) + -ωτός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θo.loˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θο‐λω‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

θολωτός, -ή, -ό

Παράγωγα

επεξεργασία
  • (αρχαιολογία) θολωτός τάφος: κυκλικό ταφικό κτίσμα των μινωικών και μυκηναϊκών χρόνων με θολωτή στέγη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. θολωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



  Ετυμολογία

επεξεργασία
θολωτός < θόλ(ος) + -ωτός < αρχαία ελληνική θόλος

  Επίθετο

επεξεργασία

θολωτός λόγια, πρώιμη μεσαιωνική