τοξοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τοξοειδής | η | τοξοειδής | το | τοξοειδές |
γενική | του | τοξοειδούς* | της | τοξοειδούς | του | τοξοειδούς |
αιτιατική | τον | τοξοειδή | την | τοξοειδή | το | τοξοειδές |
κλητική | τοξοειδή(ς) | τοξοειδής | τοξοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τοξοειδείς | οι | τοξοειδείς | τα | τοξοειδή |
γενική | των | τοξοειδών | των | τοξοειδών | των | τοξοειδών |
αιτιατική | τους | τοξοειδείς | τις | τοξοειδείς | τα | τοξοειδή |
κλητική | τοξοειδείς | τοξοειδείς | τοξοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
κλητική αρσενικού μόνο τοξοειδή (στατιστική χρήση χωρίς επιτήδευση)
Ετυμολογία
επεξεργασία- τοξοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίατοξοειδής