πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοξοειδής η τοξοειδής το τοξοειδές
      γενική του τοξοειδούς* της τοξοειδούς του τοξοειδούς
    αιτιατική τον τοξοειδή την τοξοειδή το τοξοειδές
     κλητική τοξοειδή(ς) τοξοειδής τοξοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοξοειδείς οι τοξοειδείς τα τοξοειδή
      γενική των τοξοειδών των τοξοειδών των τοξοειδών
    αιτιατική τους τοξοειδείς τις τοξοειδείς τα τοξοειδή
     κλητική τοξοειδείς τοξοειδείς τοξοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

τοξοειδής

Μεταφράσεις

επεξεργασία