αψιδοειδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αψιδοειδής | η | αψιδοειδής | το | αψιδοειδές |
γενική | του | αψιδοειδούς* | της | αψιδοειδούς | του | αψιδοειδούς |
αιτιατική | τον | αψιδοειδή | την | αψιδοειδή | το | αψιδοειδές |
κλητική | αψιδοειδή(ς) | αψιδοειδής | αψιδοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αψιδοειδείς | οι | αψιδοειδείς | τα | αψιδοειδή |
γενική | των | αψιδοειδών | των | αψιδοειδών | των | αψιδοειδών |
αιτιατική | τους | αψιδοειδείς | τις | αψιδοειδείς | τα | αψιδοειδή |
κλητική | αψιδοειδείς | αψιδοειδείς | αψιδοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αψιδοειδής < (ελληνιστική κοινή) ἁψιδοειδής
Επίθετο επεξεργασία
αψιδοειδής, -ής, -ές
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αψίδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αψιδοειδής
|