arched
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | arched |
συγκριτικός | more arched |
υπερθετικός | most arched |
arched (en)
- αψιδωτός
- ⮡ an arched house facade - αψιδωτή πρόσοψη σπιτιού
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαarched (en)
παραθετικά | |
θετικός | arched |
συγκριτικός | more arched |
υπερθετικός | most arched |
arched (en)
arched (en)