arqué
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- arqué < arché < arquer
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | arqué | arqués |
θηλυκό | arquée | arquées |
arqué (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | arqué | arqués |
θηλυκό | arquée | arquées |
arqué (fr) αρσενικό ή θηλυκό