• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ανακύρτωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακύρτωση οι ανακυρτώσεις
      γενική της ανακύρτωσης* των ανακυρτώσεων
    αιτιατική την ανακύρτωση τις ανακυρτώσεις
     κλητική ανακύρτωση ανακυρτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακυρτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ανακύρτωση < ανακυρτώνω + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανακύρτωση[1] θηλυκό

  • (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ανακυρτώνω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις ανακυρτώνω, ανά και κυρτός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ανακύρτωση
  1. ↑ ανακύρτωση -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανακύρτωση&oldid=5451981"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 18:04

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 18:04.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας