↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακυρτωμένος η ανακυρτωμένη το ανακυρτωμένο
      γενική του ανακυρτωμένου της ανακυρτωμένης του ανακυρτωμένου
    αιτιατική τον ανακυρτωμένο την ανακυρτωμένη το ανακυρτωμένο
     κλητική ανακυρτωμένε ανακυρτωμένη ανακυρτωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακυρτωμένοι οι ανακυρτωμένες τα ανακυρτωμένα
      γενική των ανακυρτωμένων των ανακυρτωμένων των ανακυρτωμένων
    αιτιατική τους ανακυρτωμένους τις ανακυρτωμένες τα ανακυρτωμένα
     κλητική ανακυρτωμένοι ανακυρτωμένες ανακυρτωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ανακυρτωμένος[1]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ανακυρτωμένοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας