↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκυμμένος η σκυμμένη το σκυμμένο
      γενική του σκυμμένου της σκυμμένης του σκυμμένου
    αιτιατική τον σκυμμένο τη σκυμμένη το σκυμμένο
     κλητική σκυμμένε σκυμμένη σκυμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκυμμένοι οι σκυμμένες τα σκυμμένα
      γενική των σκυμμένων των σκυμμένων των σκυμμένων
    αιτιατική τους σκυμμένους τις σκυμμένες τα σκυμμένα
     κλητική σκυμμένοι σκυμμένες σκυμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυμμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου σκύβω

σκυμμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία