Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοιλόκυρτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοιλόκυρτ
ος
η
κοιλόκυρτ
η
το
κοιλόκυρτ
ο
γενική
του
κοιλόκυρτ
ου
της
κοιλόκυρτ
ης
του
κοιλόκυρτ
ου
αιτιατική
τον
κοιλόκυρτ
ο
την
κοιλόκυρτ
η
το
κοιλόκυρτ
ο
κλητική
κοιλόκυρτ
ε
κοιλόκυρτ
η
κοιλόκυρτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοιλόκυρτ
οι
οι
κοιλόκυρτ
ες
τα
κοιλόκυρτ
α
γενική
των
κοιλόκυρτ
ων
των
κοιλόκυρτ
ων
των
κοιλόκυρτ
ων
αιτιατική
τους
κοιλόκυρτ
ους
τις
κοιλόκυρτ
ες
τα
κοιλόκυρτ
α
κλητική
κοιλόκυρτ
οι
κοιλόκυρτ
ες
κοιλόκυρτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοιλόκυρτος
<
→
λείπει η ετυμολογία
με τους αριθμούς 3,6 και 7 υποδεικνύονται διάφοροι
κοιλόκυρτοι
(1) φακοί
Επίθετο
επεξεργασία
κοιλόκυρτος, -η, -ο
που είναι
κοίλος
από τη μία πλευρά και
κυρτός
από την άλλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοιλόκυρτος