τοξότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τοξότης | οι | τοξότες |
γενική | του | τοξότη | των | τοξοτών |
αιτιατική | τον | τοξότη | τους | τοξότες |
κλητική | τοξότη | τοξότες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τοξότης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τοξότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
τοξότης αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) πολεμιστής οπλισμένος με τόξο
- για τον αστερισμό → δείτε τη λέξη Τοξότης
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοξότης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τοξότης | οἱ | τοξόται |
γενική | τοῦ | τοξότου | τῶν | τοξοτῶν |
δοτική | τῷ | τοξότῃ | τοῖς | τοξόταις |
αιτιατική | τὸν | τοξότην | τοὺς | τοξότᾱς |
κλητική ὦ! | τοξότᾰ | τοξόται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τοξότᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τοξόταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές επεξεργασία
- τοξότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τοξότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.