τοξότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τοξότης | οι | τοξότες |
γενική | του | τοξότη | των | τοξοτών |
αιτιατική | τον | τοξότη | τους | τοξότες |
κλητική | τοξότη | τοξότες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τοξότης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τοξότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τοξότης αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) πολεμιστής οπλισμένος με τόξο
- για τον αστερισμό → δείτε τη λέξη Τοξότης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τοξότης | οἱ | τοξόται |
γενική | τοῦ | τοξότου | τῶν | τοξοτῶν |
δοτική | τῷ | τοξότῃ | τοῖς | τοξόταις |
αιτιατική | τὸν | τοξότην | τοὺς | τοξότᾱς |
κλητική ὦ! | τοξότᾰ | τοξόται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τοξότᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τοξόταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τοξότης, -ου αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) πολεμιστής οπλισμένος με τόξο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κριτίας, 119b
- ἀναβάτας, ἔτι δὲ συνωρίδα χωρὶς δίφρου καταβάτην τε μικράσπιδα καὶ τὸν ἀμφοῖν μετ' ἐπιβάτην τοῖν ἵπποιν ἡνίοχον ἔχουσαν, ὁπλίτας δὲ δύο καὶ τοξότας σφενδονήτας τε ἑκατέρους δύο, γυμνῆτας δὲ λιθοβόλους καὶ ἀκοντιστὰς τρεῖς ἑκατέρους, ναύτας δὲ τέτταρας εἰς πλήρωμα διακοσίων καὶ χιλίων νεῶν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κριτίας, 119b
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- τοξότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τοξότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.