Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοξοβολία οι τοξοβολίες
      γενική της τοξοβολίας των τοξοβολιών
    αιτιατική την τοξοβολία τις τοξοβολίες
     κλητική τοξοβολία τοξοβολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοξοβολία < ελληνιστική κοινή τοξοβολία < τοξοβόλος < αρχαία ελληνική τόξον + βάλλω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική tir à l’arc[1])
 
Αγώνες τοξοβολίας.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τοξοβολία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. τοξοβολίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)