εκτοξευτήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εκτοξευτήρας < ρήμα εκτοξεύω + επίθημα -τήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκτοξευτήρας αρσενικό
- συσκευή, μηχάνημα ή διάταξη εκτόξευσης
- κατευθύνετε τον εκτοξευτήρα του πυροσβεστήρα στη βάση της φωτιάς