Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκτοξευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκτοξευτικ
ός
η
εκτοξευτικ
ή
το
εκτοξευτικ
ό
γενική
του
εκτοξευτικ
ού
της
εκτοξευτικ
ής
του
εκτοξευτικ
ού
αιτιατική
τον
εκτοξευτικ
ό
την
εκτοξευτικ
ή
το
εκτοξευτικ
ό
κλητική
εκτοξευτικ
έ
εκτοξευτικ
ή
εκτοξευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκτοξευτικ
οί
οι
εκτοξευτικ
ές
τα
εκτοξευτικ
ά
γενική
των
εκτοξευτικ
ών
των
εκτοξευτικ
ών
των
εκτοξευτικ
ών
αιτιατική
τους
εκτοξευτικ
ούς
τις
εκτοξευτικ
ές
τα
εκτοξευτικ
ά
κλητική
εκτοξευτικ
οί
εκτοξευτικ
ές
εκτοξευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκτοξευτικός
<
εκτοξευτής
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
εκτοξευτικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με την
εκτόξευση
, αναφέρεται σ’ αυτή η χρησιμοποιείται γι’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εκτοξεύω
και
τόξο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκτοξευτικός