εκτοξεύομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ktoˈkse.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κτο‐ξεύ‐ο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : εκ‐το‐ξεύ‐ο‐μαι
- ομόηχο: εκτοξεύομε
Ρήμα επεξεργασία
εκτοξεύομαι, π.αόρ.: εκτοξεύθηκα/εκτοξεύθηκα, μτχ.π.π.: εκτοξευμένος, (ενεργ.: εκτοξεύω)
- παθητική φωνή του ρήματος εκτοξεύω
- → δείτε την κλίση στο εκτοξεύω