Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας launch into
γ΄ ενικό ενεστώτα launches into
αόριστος launched into
παθητική μετοχή launched into
ενεργητική μετοχή launching into

  Ετυμολογία επεξεργασία

launch into < → δείτε τις λέξεις launch και into

  Ρήμα επεξεργασία

launch into (en)

  • ρίχνομαι, ξεκινάω κάτι με ενθουσιασμό, ειδικά κάτι που θα πάρει πολύ χρόνο
    I launch into politics/business.
    Ρίχνομαι στην πολιτική/στις επιχειρήσεις.

  Πηγές επεξεργασία