Ετυμολογία

επεξεργασία
φαερόπ < αγγλική fire up / τουρκική fayrap

  Επίρρημα

επεξεργασία

φαερόπ (τροπικό επίρρημα)

  1. (προφορικό, μάλλον παρωχημένο) με φόρα, με δύναμη, αλλεπάλληλα, ολοταχώς· ενθαρρυντικό για εκκίνηση πράξης, ενέργειας
    ※  δος του φαερόπ! (Ηλίας Πετρόπουλος, Παροιμίες του υποκόσμου [2002] (Αθήνα: Νεφέλη, 2019, ISBN 960-211-657-9), σ. 15)
    ※  Έπαιρνα «φαερόπ» κι έπεφτα με ούλη τη δύναμη στο μεσοτοίχι μπας και πάρει ομπροστά και με κάμει να γδω το τι άδικο κι αμαρτωλό είχα κάμει ετούτες τσι δύο στερνές χρονιές (kefalonianews.gr, ανακτήθηκε στις 15/10/2024 [1])
    ※  Στη συνέχεια ξεμονάχιαζε τη νύφη κι άρχιζε το φαϊρόπ. «Ιγώ είμαι να καθουμαι ιδώ, να μι τρων’ τα βάσανα». (Χρήστος Τούμπουρος: Αν ξαναγίνω νύφ’, θα... ΑΡΘΡΑ & ΑΠΟΨΕΙΣ, tzourlakos.com, 20/9/2017 [2])
  2. σοκ
    ※  Στο διάστημα αυτό κατά πάσα πιθανότητα έμεναν στοιβαγμένοι σε κάποιες πανσιόν, ειδικές για μετανάστες, μέσα στη βρώμα και την απλυσιά τρεφόμενοι με αλλόκοτα γι’αυτούς φαγητά. Ήταν μάλλον το πρώτο πολιτισμικό φαερόπ που πάθαιναν. (Το Κροκύλειο, φύλλο 115, Απρ-Μαϊ-Ιουν 2009, έκδοση του Συλλόγου Κροκυλιωτών «Ο Μακρυγιάννης», σελ.4 [3])
  3. αστραπιαία
    ※  φαερόπ - αστραπιαία, πολύ γρήγορα,με μεγάλη ταχύτητα < αγγλ. fire up (σηκωθείτε φωτιά) τουρκ. fayrap = επιτάχυνση, πετώ (Βατικιώτικα λόγια, ανακτήθηκε στις 15/10/2024 [4])
  4. βάζω μπροστά τις μηχανές (άμεση μετάφραση του αγγλικού fire-up σε περιβάλλον πλοίου)
    ※  Ὁ καπετάνιος σημαίνει «φαερόπ», ὁ τιμονιέρης στρέφει ἀρκετὲς μοῖρες πρὸς τὰ ἀριστερὰ καὶ πλέομεν ὁλοταχῶς πρὸς τὴν Σῦρον (Απόστολος Ορτουλίδης, Η Πολιτισμική Προσφορά του Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης κυρού Διονυσίου Λ. Ψαριανού, διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη 2018, διαϊδρυματικό πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Θεολογικών Σχολών ΑΠΘ/ΕΚΠΑ) σελ. 92 (το κείμενο από το: «Πρὸς τὰς Κυκλάδας», υπογράφεται ως ταξιδιωτικό – χρονογράφημα και είναι μία εκτενής διήγηση ενός πραγματικού ταξιδιού. Παρατίθεται από τα δημοσιευμένα του Ψαριανού στη μελέτη του Π. Πάσχου, ό.π., σ. 146 [5])
  5. φωτιά / έναυσμα
    ※  Έγχρωμη σημεία σημεία, αλλά το κόκκινο εντονότερο, παίρνοντας φαερόπ απ' αυτό η φαντασία και πλάθοντας μαγικά πράματα, σολωμονικές! (Από μπλογκ, 29/04/2014)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.