Δείτε επίσης: φορά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φόρα οι φόρες
      γενική της φόρας των φορών
    αιτιατική τη φόρα τις φόρες
     κλητική φόρα φόρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φόρα < μετακίνηση του τόνου της λέξης φορά για διάκριση της σημασίας < φέρω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φόρα θηλυκό

  • η ορμή, η απόκτηση ταχύτητας, η κεκτημένη ταχύτητα
    Προτού κάνει το άλμα, πήρε φόρα
    Έπεσε με φόρα επάνω του
    Μίλησε μεγάλο, στα 3 του χρόνια, αλλά πήρε φόρα και από τότε δεν έβαλε γλώσσα μέσα
    Είναι θρασύς, πρέπει να του κόψεις τη φόρα

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

φόρα