φόρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φόρα | οι | φόρες |
γενική | της | φόρας | των | φορών |
αιτιατική | τη | φόρα | τις | φόρες |
κλητική | φόρα | φόρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφόρα θηλυκό
- η ορμή, η απόκτηση ταχύτητας, η κεκτημένη ταχύτητα
- Προτού κάνει το άλμα, πήρε φόρα
- Έπεσε με φόρα επάνω του
- Μίλησε μεγάλο, στα 3 του χρόνια, αλλά πήρε φόρα και από τότε δεν έβαλε γλώσσα μέσα
- Είναι θρασύς, πρέπει να του κόψεις τη φόρα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαφόρα