ολοταχώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολοταχώς < ολο- + ταχ(ύς) + -ώς, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική à toute vitesse [1]
Επίρρημα
επεξεργασίαολοταχώς
Εκφράσεις
επεξεργασίαναυτικοί όροι:
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολοταχώς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ολοταχώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας