Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημιταχώς < ημι- + ταχ(ύς) + -ώς, κατά το ολοταχώς [1]

  Επίρρημα επεξεργασία

ημιταχώς

Εκφράσεις επεξεργασία

ναυτικοί όροι:

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.