εξανίσταμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξανίσταμαι < αρχαία ελληνική ἐξανίσταμαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐξανίστημι < ἐξ + ἀνίστημι < ἀνά + ἵστημι
Ρήμα επεξεργασία
εξανίσταμαι (αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο) θυμώνω και διαμαρτύρομαι με αγανάκτηση, έντονα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξανίσταμαι